- πασατέμπος
- ο, και πασατέμπο, το1. σπόροι διαφόρων φυτών, κυρίως τής κολοκυθιάς, οι οποίοι τρώγονται συνήθως αλατισμένοι και καβουρντισμένοι2. φρ. «για πασατέμπο» — για να περνάει η ώρα («ήμουνα ο πασατέμπος σου για να περνάει η ώρα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passa-tempo (< passo «περνώ» + tempo «ώρα, χρόνος»)].
Dictionary of Greek. 2013.